- χύτας
- χύτᾱς , χύτηςmetal-castermasc acc plχύτᾱς , χύτηςmetal-castermasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χυτάς — χυτά̱ς , χυτός poured fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουλοχύται — οὐλοχύται, αἱ (Α) 1. το κάνιστρο ή το αγγείο στο οποίο τοποθετούσαν το χοντροκομμένο κριθάρι με το οποίο πασπάλιζαν το θύμα πριν από τη θυσία 2. το χοντροαλεσμένο κριθάρι με το οποίο πασπάλιζαν το θύμα και τον βωμό πριν από τη θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ρύτρυς — Α (κατά τον Ησύχ.) «χύτας» … Dictionary of Greek